- μελλοποσις
- μελλόποσις-εως adj. Soph. = μελλόγαμος См. μελλογαμος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μελλόποσις — μελλόποσις, εως, και, κατά τον Ησύχ., μελλέποσις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που πρόκειται να γίνει σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πόσις «σύζυγος»] … Dictionary of Greek
μελλόποσις — about to become a husband fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλόποσιν — μελλόποσις about to become a husband fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek
μελλέποσις — μελλέποσις, ὁ, ἡ (Α) βλ. μελλόποσις … Dictionary of Greek